ἄσπασμα

ἄσπασμα
ἄσπασμα
embraces
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • άσπασμα — ἄσπασμα, το (Α) [ασπάζομαι] 1. το αγκάλιασμα, το χάδι 2. το αγαπητό πράγμα, το πολύτιμο …   Dictionary of Greek

  • ἀσπασμάτων — ἄσπασμα embraces neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπάσμασι — ἄσπασμα embraces neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπάσμασιν — ἄσπασμα embraces neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπάσματα — ἄσπασμα embraces neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀσπάσμαθ' — ἀσπάσματα , ἄσπασμα embraces neut nom/voc/acc pl ἀσπάσματι , ἄσπασμα embraces neut dat sg ἀσπάσματε , ἄσπασμα embraces neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”